- Θεόκριτος
- οκύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Θεόκριτος — judge of gods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκριτος — judge of gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
θεοκρίτως — θεόκριτος judge of gods adverbial θεόκριτος judge of gods masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκριτον — θεόκριτος judge of gods masc/fem acc sg θεόκριτος judge of gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοκρίτοιο — Θεόκριτος judge of gods masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρίτοιο — θεόκριτος judge of gods masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοκρίτοις — Θεόκριτος judge of gods masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρίτοις — θεόκριτος judge of gods masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοκρίτου — Θεόκριτος judge of gods masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)